νοτάριος

νοτάριος
ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος)
αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο
νεοελλ.-μσν.
(στα Επτάνησα κατά την περίοδο τής φραγκοκρατίας και τής τουρκοκρατίας) συμβολαιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. notarius «ταχυγράφος, γραμματέας» < λατ. nota «σημείο, γράμμα». Ο τ. νοτάρος < ιταλ. notaro «συμβολαιογράφος» ενώ ο τ. νοτάρης < νοτάριος με αποβολή τού -ο- (πρβλ. καβαλάριος > καβαλάρης). Η ονομ. πληθ., εξάλλου, τού νοτάριος (νοτάριοι) συνεστάλη σε -οι και οδήγησε στον σχηματισμό γεν. και αιτ. σε -ρων και -ρους, αντί -ρίων και -ρίους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • нотариус — начиная с Петра I, тогда также нотарий, нотер; см. Смирнов 206. Последнее – из франц. notaire, а остальные формы – из ср. лат. nōtārius писец . Напротив, русск. цслав. нутарии писарь (Син. патер., ХI в.; см. Срезн. II, 477) через ср. греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Секреты (истор.) — так назывались в Византийской империи учреждения центрального управления, соответствующие современным министерствам. В С. работали состоявшие на жалованьи секретари, или нотарии (άσηχρητις, νοτάριος, ύπογραφεύς, ύπογραματεύς), занимавшие места… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Секреты (истор.) — так назывались в Византийской империи учреждения центрального управления, соответствующие современным министерствам. В С. работали состоявшие на жалованьи секретари, или нотарии (άσηχρητις, νοτάριος, ύπογραφεύς, ύπογραματεύς), занимавшие места… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • Партии ипподрома — Четыре команды на цирковой арене. Римская мозаика, Франция Партии ипподрома, партии цирка, факции (лат. partes, circus factions, греч …   Википедия

  • CUBICULARIUS Novae Romae — apud Ughellum, Italiae Sacrae Tom. V. p. 1505. Hilarius Sacerdos et Monachus et magnae Ecclesiae novae Romae Cubicularius: dignitas fuit Ecclesiastica eadem forte, cum illa, quam Κουβουκλεισίου appellat Pachymeres, l. 12. c. 2. quâque etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νομικάριος — νομικάριος, ὁ (Μ) [νομικός] συμβολαιογράφος, νοτάριος …   Dictionary of Greek

  • νοταρικός — νοταρικός, ή, όν (Μ) [νοτάριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοτάριο («νοταρικὴ μέθοδος», Στουδ. Θεόδ.) 2. (για έγγραφο) αυτός που έχει συνταχθεί από νοτάριο …   Dictionary of Greek

  • πρωτονοτάριος — Εκκλησιαστικό αξίωμα, που δίνεται στους πρεσβύτερους και στους διάκονους ή αναγνώστες, σπάνια δε σε λαϊκούς. Ο π. συντάσσει διάφορα έγγραφα, μετέχει σε ανακρίσεις για γάμους ή περιουσιακές διαφορές, διαβάζει το Ευαγγέλιο την Κυριακή των Βαΐων και …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”